παραβοήθεια

παραβοήθεια
ἡ, Α [παραβοηθώ]
1. πρόσθετη βοήθεια ή περιστασιακή προστασία
2. στρατιωτική βοήθεια, επικουρία κατά τη διάρκεια πολέμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραβοηθείας — παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem acc pl παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβοήθειαι — παραβοήθεια aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”